ἀνήκοντα

ἀνήκοντα
ἀνήκω
to have come up to
pres part act neut nom/voc/acc pl
ἀνήκω
to have come up to
pres part act masc acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • оставленыи — (98) прич. страд. прош. 1.Невзятый, оставленный: ѥдинъ тѣхъ да оставленъ бѹдеть ѹ вратъ. а дъва идета. УСт к. XII, 230; обрѣтъшиихъ же чьто на поли. и въ своихъ домъхъ оставлѥна˫а отъ поганыихъ. (καταλειφϑέντα) КЕ XII, 236б; оставлена˫а средн. мн …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • -ιος — ια, ιο(ν) η κατάλ. ιος (μαζί με τις επαυξημένες μορφές της) είναι μία από τις παραγωγικότερες τής ελλ. γλώσσας καθ όλη τη διάρκεια τής ιστορίας της. Συγκεκριμένα, μαρτυρούνται συνολικά 2.996 λέξεις σε ιος, εκ τών οποίων 295 είναι κοινές, 2.261… …   Dictionary of Greek

  • καθολικός — ή, ό (AM καθολικός, ή, όν) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο σύνολο, γενικός (α. «καθολική ψηφοφορία» β. «καθολική και κοινή ιστορία», Πολ.) 2. φρ. (για τις επιστολές τών αποστόλων) «καθολικές επιστολές» οι επιστολές που δεν απευθύνονται προς… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”